- σκληρίτης
- ο, Νζωολ. α) χιτινοποιημένη περιοχή τού καλυπτήριου συστήματος ή εξωσκελετού τών αρθροπόδων, διαχωρισμένη από τις γειτονικές της περιοχές με μαλακές ζώνες οι οποίες επιτρέπουν τις κινήσειςβ) καθένα από τα σκελετικά στοιχεία τών σπόγγων, τών κνιδοζώων ή εχινοδέρμων, αλλ. άκανθα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerite (< σκληρός + κατάλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.